Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙ "ΕΚΚΛΗΤΟΥ" ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η «ΕΚΚΛΗΤΟΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ

του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

Η παρέμβαση στα ελλαδικά εκκλησιαστικά πράγματα της επταετίας της 21ης Απριλίου είναι συσκοτισμένη για πολλούς και διαφόρους λόγους. Όμως το επίκαιρο θέμα της «Εκκλήτου», δηλαδή της ανώτατης δικαστικής κρίσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που κληρονομήθηκε από την πολιά ελληνική αρχαιότητα στο Κανονικό της Δίκαιο, δίδει την ευκαιρία να γραφούν κάποιες αλήθειες για τα τότε συμβάντα. Πρόσφατα για το θέμα αυτό ακούστηκαν πολλά ανιστόρητα, για το προνόμιο αυτό του Οικουμενικού Θρόνου που σεβάστηκαν οι αιώνες. Για να σταματήσουν οι διάφορες ανιστόρητες φλυαρίες, κυρίως των ανοήτως βατολογούντων κληρικών και λαϊκών από το ασύδοτο Facebook, τυπώθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Επτάλοφος» μια σοφή μελέτη «περί της Εκκλήτου στην πράξη της Εκκλησίας» του Ρώσου Αντωνίου Καρτασώφ (†1960), πρώην υπουργού και μεγάλου ορθόδοξου διανοητή του 20ου αιώνα. Ο μακαριστός καθηγητής μου στο Παρίσι, αν και Ρώσος, υπερασπίστηκε με βαθειά γνώση των πηγών και της διεθνούς βιβλιογραφίας το προνόμιο αυτό της Μητέρας Εκκλησίας της Κων/πόλεως. Η σοβαρή αυτή μελέτη συμπληρώθηκε με μια μικρή ιστορική αναδρομή της χρήσεως της Εκκλήτου στην πράξη της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία πεντηκονταετία. Ας θυμηθούμε τα γεγονότα.

Το 1965 ο μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος Τσοβλάς εκπίπτει λόγω σκανδάλου της μητροπόλεώς του. Όμως επικαλείται τον ΣΤ’ όρο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και προσφεύγει με την Έκκλητο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ τον Χατζησταύρου δεν διαβιβάζει την προσφυγή του στο Φανάρι. Συνέστησε προς μελέτη μία Συνοδική Επιτροπή υπό την προεδρία του Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, η οποία γνωμοδότησε ότι «έπαυσε να υφίσταται διά το Οικουμενικόν Πατριαρχείον το προνόμιον του «εκκαλείν» της μνημονευομένης Πράξεως του 1928 «μη ούσης κεκυρωμένης διά νόμου»! Με άλλα λόγια, «ναί, μεν υπάρχει η Πατριαρχική Πράξη του 1928, που προβλέπει όντως την «κκλητον», αλλά ο νόμος 3615/1928 που την κυρώνει ουδέν διαλαμβάνει περί της «Εκκλήτου»! Δηλαδή με κρυψίνοια απέκρυψαν μια ουσιώδη λεπτομέρεια: πως ο νόμος ψηφίστηκε εσπευσμένα από τη Βουλή κατά δύο μήνες πριν της Πράξεως και παρά την δέσμευση της επιτροπής συντάξεως του Α΄ Δημοκρατικού Συντάγματος του 1927 να μη εκδοθεί νόμος αν δεν υπάρξει η εκκλησιαστική Πράξη! Έτσι, χωρίς καν προσχήματα εκφράστηκε μια Φαρμακίδεια πολιτειοκρατική θέση για την «Έκκλητο», που δεν άργησε να ανατραπεί τις δίσεκτες ημέρες του 1967 στον αναγκαστικό νόμο 214/1967 «περί εκκαθαρίσεως του κλήρου με την έξωθεν μαρτυρία», όταν η διοίκηση της τοπικής Εκκλησίας παραδόθηκε με πολιτική πράξη των κινηματιών στην μη προβλεπόμενη από τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας του 1850, «Αριστίνδην Σύνοδο»! Αυτή συγκροτήθηκε απο αρχιερείς φίλους του νέου καθεστώτος που προχώρησαν στην εφαρμογή του «ορίου ηλικίας» γιά να κενώσουν την αρχιεπισκοπή Αθηνών και μερικές μητροπόλεις! Έτσι εκλέχτηκε Αθηνών ο πρωθιερεύς των Ανακτόρων και καθηγητής Ιερώνυμος Κοτσώνης, που είχε απορριφθεί το 1965 από την Ιεραρχία, αν και Τήνιος, ως υποψήφιος για την μητρόπολη Σύρου. Στη συνέχεια πληρώθηκαν με τον Φαρμακίδειο τρόπο εκλογής της εποχής του Όθωνα οι χηρεύουσες εκκλησιαστικές επαρχίες. Η Σύνοδος συνέθετε το λεγόμενο «τριπρόσωπο» και η κυβέρνηση, με τις μυστικές υπηρεσίες εξέλεγε τον υποδεικνυόμενο ιεροκρυφίως ως μητροπολίτη! Όταν πληρώθηκαν οι πρώτες μητροπόλεις και διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχει πλειονοψηφία στην Ιεραρχία ξεκίνησε ο προαναφερθείς αντικανονικός νόμος 214/1967 για την κένωση και άλλων μητροπόλεων από τον οποίο σκόπιμα παραλήφθηκε το θέμα της Εκκλήτου εφέσεως για τους καταδικαζόμενους.
Ένας των εκθρονισθέντων μητροπολιτών στις 28 Φεβρουαρίου 1968 ήταν και ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων! Τα επιχειρήματα δόθηκαν από την αρθρογραφία εναντίον του από ατάσθαλο αποθανόντα κληρικό! Έτσι ο «έκπτωτος» τώρα αρχιερεύς, που άλλοτε είχε αρνηθεί την Έκκλητον στον πρώην Δράμας Φίλιππο, προσφεύγει στις 3 Μαρτίου 1968 στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα ποιούμενος χρήση του δικαιώματός του εκ της Πράξεως του 1928! Όμως η Αριστίνδην Σύνοδος αρνήθηκε να διαβιβάσει την Έκκλητόν του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως μη διαλαμβανόμενη στον νόμο 214/1967! Ακολούθησαν και πολλές άλλες ακραίες παρεμβάσεις από το νέο κατεστημένο και τους χουντικούς για να κενωθούν μητροπολιτικοί θρόνοι στούς οποίους ταχύτατα εξέλεγαν πρόσωπα εμπιστοσύνης στο επιβληθέν καθεστώς στην Εκκλησία. Οι νέοι αυτοί αρχιερείς διακρίνονταν βέβαια για την ακαταμάρτυρη από ασυνέπειες ζωή τους, αλλά είχαν ποτιστεί βαθειά από Φαρμακίδειες αντιλήψεις που χρόνια ενδημούσαν στις ελλαδικές θρησκευτικές κινήσεις της προελεύσεώς τους! Τότε σημειώθηκε και μια φωτεινή εξαίρεση. Ο βοηθός επίσκοπος Βρεσθένης Δημήτριος Τρακατέλλης δεν δέχθηκε την εκλογή του στην μητρόπολη Αττικής, γιατί κενώθηκε με τον αντικανονικό νόμο 214/1967 και παρέμεινε στο περιθώριο της εκκλησιαστικής διοικήσεως επί 40 χρόνια (!!!) μέχρι την εκλογή του από το Φανάρι το 1999 σε αρχιεπίσκοπο Αμερικής!

Οι αθρόες χειροτονίες μετέβαλαν την «ψήφο των πλειόνων» στην ελλαδική Ιεραρχία και εκτοπίστηκε στο περιθώριο της αυτοκεφάλου διοικήσεως η λεγόμενη «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία. Η διοίκηση πέρασε στα χέρια των λεγόμενων «Ιερωνυμικών» αρχιερέων και έγινε το δεύτερο ολίσθημα. Συντάχθηκε μυστικά νέος Καταστατικός Χάρτης (Ν.Δ. 126/10-2-1969) που ανέτρεπε τα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος. Στο νομοθέτημα αυτό που κυρώθηκε από τους Χουντικούς και πανηγυρικά υποδέχθηκε το νέο καθεστώς της Εκκλησίας, προκλητικά καταλιμπάνονταν σαφείς όροι του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928. Η πλέον προκλητική ήταν εκείνη της συγκροτήσεως της διοικούσης Ιεράς Συνόδου που αγνόησε την σύνθεσή της «αλληλοδιαδόχως κατά τα Πρεσβεία χειροτονίας», που εγγυάτο την κανονική τάξη στην τοπική Εκκλησία. Έτσι, συγκροτήθηκε μια Σύνοδος «καρδιναλίων» από τους δοτούς πρόεδρους των συνοδικών επιτροπών, κατά μίμηση του τότε Καταστατικού Χάρτη του Ρουμανικού Πατριαρχείου! Ίσως γιατί θέλησαν οι τότε παράγοντες να παρουσιαστεί η τοπική Εκκλησία σαν ένα εντελώς ανεξάρτητο εθνικό κατασκεύασμα σύμφωνα με την προτεσταντίζουσα πλανεμένη Φαρμακίδεια «εκκλησιολογία», σφάλμα που επαναλήφθηκε δυστυχώς «δι’ άλλης οδού» και πάλιν προ επταετίας! Όμως προσβλήθηκε η πρώτη αυτή αυθαίρετη συγκρότηση της Διαρκούς Συνόδου στο Συμβούλιο Επικρατείας από δύο άτεγκτους μητροπολίτες των Νέων Χωρών. Τότε το Πατριαρχείο έλυσε την σιωπή του και με ρητή δήλωσή του εξήγησε ότι επιμένει στην ακριβή τήρηση των όρων του Τόμου του 1850. Η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας οδήγησε σε αδιέξοδο τον αρχιεπίσκοπο γιατί μια Σύνοδος συγκροτημένη κατά τα «Πρεσβεία χειροτονίας», επανέφερε στη διοίκηση την «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία!

Όταν συνέβη το ενδοχουντικό πραξικόπημα του Νοεμβρίου ορκίστηκε "παρ΄ενορία" η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου από τον Ιωαννίνων Σεραφείμ. Τότε υπουργός Παιδείας ανέλαβε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου. Η παρουσία αυτή του Χρήστου στο Υπουργείο Παιδείας οδήγησε στην περιπετειώδη παραίτηση του Αθηνών Ιερωνύμου, που γνωρίζω άριστα εκ του οικείου μου τότε αντιπροέδρου της Συνόδου μητροπολίτη Καλαβρύτων Γεωργίου Πάτση. Οι απορφανισθέντες Ιερωνυμικοί αρχιερείς αναζητούσαν τον διάδοχό του γιατί είχαν τότε την πλειονοψηφία. Όμως τους πρόλαβαν με τη βοήθεια του υπουργού καθηγητή Παν. Χρήστου τα πιό κινητικά μέλη της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας. Έτσι, και πάλι δόθηκε πολιτική και όχι εκκλησιαστική λύση στο σοβαρό πρόβλημα της ανατροπής της κανονικής τάξεως στην Ελλαδική Εκκλησία το 1967. Η υφιστάμενη κατάσταση πήγασε από σφετεριστές της κοσμικής εξουσίας που επενέβησαν στα εκκλησιαστικά πράγματα της χώρας και τώρα μια παρόμοια κατάσταση κοσμικά ενεργοποιεί κρατικές Συντακτικές Πράξεις για την επαναφορά τής προ του 1967 καταστάσεως για την διενέργεια της εκλογής του νέου αρχιεπισκόπου. Τότε εκλέκτηκε εκ των παλαιών ο ιεράρχης που αψήφισε την επικρεμάμενη απειλή εναντίον του: ο Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας!

Η ραγδαία αυτή επάνοδος στά εκκλησιαστικά πράγματα των παλαιών ιεραρχών αναστάτωσε τους «Ιερωνυμικούς» αρχιερείς και επιχείρησαν να «συνασπιστούν»! Αυτό περιήλθε εγκαίρως σε γνώση της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας, θεωρήθηκε επικίνδυνο και ζητήθηκε η έκδοση της νέας Συντακτικής Πράξεως (7/1974) που απεμάκρυνε από τις εκκλησιαστικές επαρχίες τους πλέον ασυμβίβαστους παλαιούς και νέους αντιπάλους της, με κάποια επιλεκτική σκληρότητα. Στούς θρόνους αυτούς εξελέγησαν νέοι κληρικοί που προβλήθηκαν από τους ισχυρότερους «Πρεσβυτέρους» ιεράρχες οι οποίοι και απεδέχθησαν αυτή την εξέλιξη. Έκτοτε ποικιλοτρόπως την υπερασπίστηκαν.

Εκ των πρώτων ενεργειών της νέας Συνόδου ήταν η κατάργηση του αντικανονικού νόμου 214/1967, που δίκασε με την «έξωθεν καλή μαρτυρία» πολλούς κληρικούς. Τότε ο πρώην Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ζήτησε την αναψηλάφιση της δίκης του 1968 και αποκαταστάθηκε ηθικά, χωρίς, όμως και να επανέλθει στη μητρόπολη που κατείχε, αφού είχε πληρωθεί με πνευματικό τέκνο του, τον από Σάμου μητροπολίτη Παντελεήμονα Χρυσοφάκη. Επίσης διαβιβάσθηκε στο Φανάρι και ο φάκελλος του πρώην Δράμας, αναγνωριζομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο του δικαιώματος του «εκκαλείν» δικασμένων εκκλησιαστικά αρχιερέων. Ο πατριάρχης Δημήτριος επικύρωσε την εκκλησιαστική απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του Δράμας από τον θρόνο του για τον σκανδαλισμό που προκάλεσε στο ποίμνιό του.

Από τους παυθέντες δώδεκα αρχιερείς οι οκτώ προσέφυγαν απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με κοινή «Έκκλητη αναφορά» επιδιώκοντας την αποκατάστασή τους. Οι τέσσερις ήταν εκ των Νέων Χωρών και οι άλλοι τέσσερις εκ της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως. Με αυτήν ζητούσαν «να τεθή φραγμός εις τα αντικανονικάς πράξεις και να αποκατασταθεί στην σπαρασσόμενη Εκκλησία της Ελλάδος η ποθητή ειρήνη…». Το Πατριαρχείο, καίτοι παρατήρησε ότι και «ούτοι εν καιρώ ήσαν πρωτεργάται και συντελεσταί διαγραφής του δικαιώματος της Εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», υπέδειξε στους προσφυγόντες να υποβάλλουν το αίτημά τους «κατά την τάξιν» μέσω της Εκκλησίας της Ελλάδος, κάτι πού έγινε. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ «τη ομοφώνω αποφάσει» της περί αυτόν Δ.Ι.Σ. παρέπεμψε το θέμα «εις το αδιάβλητον κριτήριον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», επικαλούμενος τους καθιερούντες ιερούς κανόνες των Οικουμενικών, τις διατάξεις του Τόμου του 1850, «δια των οποίων προσδιορίζονται οι κανονικοί όροι ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου (της Εκκλησίας της Ελλάδος) και αι έναντι της Μητρός Εκκλησίας υποχρεώσεις αυτής», καθώς και τον Ζ΄ όρο της Πράξεως του 1928 και το άρθρο 3, παρ. 1 του ισχύοντος τότε Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να «τηρεί και επί του προκειμένου θέματος την υπό των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων επιβαλλομένην κανονικήν εκκλησιαστικήν διαδικασίαν».

Όμως την κανονική απόφανση του Πατριαρχείου παρακώλυσαν δύο σοβαροί προβληματισμοί : α) ότι εκλέκτηκαν αρχιερείς από μια δοτή από τους Απριλιανούς Αριστίνδην Σύνοδο, που δικάστηκαν με την εσχάτη των ποινών. Με την παρέμβασή τους ανετράπη η καθιερωμένη τάξη από τον Τόμο του 1850 και προκλήθηκαν με κοσμικές αποφάσεις εκπτώσεις των κανονικών ιεραρχών από τους θρόνους τους. Δεν διεξήχθησαν εκκλησιαστικές δίκες, που κατά κανόνα κρίνονται με την Έκκλητον. Μόνον οι αποφάσεις των νόμιμων κρατικών θεσμών είναι σεβαστές λόγω της διδομένης «Διαβεβαιώσεως» νομιμοφροσύνης προς την Πολιτεία των νέων ιεραρχών προκειμένου να ασκήσουν και έννομα την διακονία τους. β) Η κυβέρνηση της Μεταπολιτεύσεως και τα κόμματα που επανήλθαν στην κρατική εξουσία καταδίκαζαν τους προταιτίους και τα πεπραγμένα του πραξικοπήματος του 1967-1973. Αλλά και το εν γένει κλίμα των ημερών ήταν δυσμενέστατο γιά όσους ανέλαβαν διοικητικές ευθύνες από τους Απριλιανούς. Θεωρούσαν έμπρακτα φιλοχουντικούς και όσους καταστάθηκαν ανώμαλα σε κενωθείσες μητροπόλεις. Ένα γεγονός που συνέβη στην Γαλλία μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παραδειγμάτιζε τους επανελθόντες από την επταετή εξορία. Όταν επανήλθε στη Γαλλία η κυβέρνηση Ντε Γκώλ αξίωσε απο το Βατικανό να απομακρύνει από τις επισκοπές της Γαλλίας όλους τους ιεράρχες που δέχθηκαν διορισμό με διατάγματα από την φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ. Οι αντιστασιακοί τους θεώρησαν συνεργάτες των Γερμανών. Γιά να διασωθούν μερικοί, το Βατικανό έστειλε από την Πόλη νούντσιο στο Παρίσι τον αρχιεπίσκοπο Άγγελο Ρονκάλι, από το 1958 πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, που εφήρμοζε την «Διπλωματία της ταπεινοφροσύνης» και έσωσε μερικούς επισκόπους!

Όταν άρχισε να αμβλύνεται η οργή του ελληνικού λαού για το χουντικό παρελθόν τότε ο υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Καραμανλή από το 1974 Χρυσόστομος Καραπιπέρης, θεολόγος και νομικός, άνοιξε ένα παράθυρο καταλλαγής με διοικητική απόφασή του το 1976 για να γεφυρώσει την αντίθεση των σχολαζόντων αρχιερέων με την «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία. Όμως οι εκθρονισθέντες το 1974 έσπευσαν νομικά να δικαιωθούν στο Συμβούλιο Ἐπικρατείας και οι αποφάσεις που εξεδόθησαν ώξυναν και περιέπλεξαν περισσότερο τα πράγματα. Η σύγκρουση συμφερόντων των εκπτώτων με εκείνα των κατεστημένων έγινε βαθύτερη, καθώς και όσων εκ των υποψηφίων προς αρχιερατεία ανέμεναν την προαγωγή τους! Τελικά προέκυψε η ανάγκη συντάξεως του νέου Καταστατικού Χάρτη με εισήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και το ελληνικό κράτος νομοθέτησε με στο άρθρο 44 του 590/1977 το κανονικό δικαίωμα της Εκκλήτου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στους προσφεύγοντες αρχιερείς των λεγόμενων Νέων Χωρών και της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως μετά από εκκλησιαστική δίκη τους.Την συνταγματικότητα αυτού του άρθρου αποδέχθηκε «παμψηφεί» και η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (Απόφαση 825/1988).

Το άρθρο 44 του νέου Καταστατικού περί της Εκκλήτου χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά στην υπόθεση του μητροπολίτη Ιερισσού Παύλου Σοφού, που είχε συνοδικά εκπέσει του θρόνου του το 1980. Αυτός προσέφυγε στην «Έκκλητον ψήφον» του Οικουμενικού Πατριάρχου και ο Αθηνών Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Φανάρι. Η εκεί Κανονική Επιτροπή εισηγήθηκε στον πατριάρχη Δημήτριο την επικύρωση της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με πατριαρχικό Γράμμα.
Η «Εκκλητος» αποτελεί το αρχαίο και κορυφαίο κανονικό δικαίωμα του παλαίφατου Θρόνου της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Θεμελιώνεται με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και στην διαχρονική και ιστορική άσκηση του κανονικού πρωτείου του στην Ανατολή, λόγω της οικουμενικότητας του ιερού θεσμού. Αλλοίμονον αν αυτή η διακονία στην Ορθοδοξία υπονομεύεται εν έτει 2010 από όμαιμους και ομογενείς στην Ελλάδα, τότε ας το αναλάβουν άλλοι πιό εχέφρονες ομόδοξοι αδελφοί γιατί είναι επιταγή των Πατέρων! (Περ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ 31 Μαρτίου 2010, αριθμ. 711 σσ. 19-22)

Αριστείδης Πανώτης

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αυτά να τα στείλει ο Πανώτης σε κά-
ποιους νοσταλγούς της χούντας και λάτρεις του Γκατζιρούλη,ενός γερο-
ντίου εμέσσοντος συνεχώς δηλητήρι-
ων κατά πάντων και οπτασιαζομένου την επάνοδόν του στο θρόνο,που του ανήκει και είδαμε ΠΩΣ τον απέκτη-
σε!!

Δουλος Χριστου είπε...

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΚΠΤΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΟΝΟ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΜΑΖΙ;

Ανώνυμος είπε...

ρε παιδιά γιατι ασχολήσθε μονο με την 10ετια του 60; γρήγορα πιο πίσω...

Ανώνυμος είπε...

καλησπερα σε ολουσ.ειμαι ο εγγονοσ του οδηγου του MΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ και γνοριζω ολη την αλεθεια γιαυτον τον αγιο ανθρωπο.ντρεπομαι που ακομη και σημερα δεν εγεινε ενα μνημοσινο στην θεσσαλονικη απο αυτον που ειπε οτι θα το κανει.μαλιστα για τον λογο του αληθεσ το ειπε στην εδεσα το 2006 στο μνημοσινο που εκανε προσ τιμην του ο πατερασ ιοηλ.

Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρα αγαπητέ 09 Ιουλίου 2010 2:59 π.μ.
Το μνημόσυνο ο Άνθιμος υπεσχέθη πως θα το κάνει; Τον μακαριστό Παντελεήμονα Παπαγεωργίου διεδέχθη ο Λεωνίδας;

Related Posts with Thumbnails