Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΜΝΗΜΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ - Ένα κείμενο του Γιάννη Γιγουρτσή για τον μεγάλο νεοελληνιστή


Στυλιανός Αλεξίου (1921-2013) - Ο Καβάφης των νεοελληνικών σπουδών 
Του φιλολόγου Γιάννη Γιγουρτσή 
Έφυγε χτες το απόγευμα, 12 Νοεμβρίου, από τη ζωή ένας από τους μείζονες Έλληνες διανοούμενους της εποχής μας, ο σπουδαίος Αρχαιολόγος, ο κορυφαίος Νεοελληνιστής, ο αδιαμφισβήτητος πρύτανης των Κρητολογικών σπουδών, ο εκδότης του Ερωτόκριτου, του Διγενή Ακρίτα και του Σολωμού ο άρχοντας των Γραμμάτων μας, ο Κύριος Στέλιος Αλεξίου. 
Γέννημα και θρέμμα της Κρήτης και του Ηρακλείου γεννήθηκε το 1921 ως μόνο παιδί μιας μεγάλης οικογένειας Ηρακλειωτών αστών, εγγονός του συνονόματού του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου, στο τυπογραφείου του οποίου τύπωσε ο Στέφανος Ξανθουδίδης την ιστορική πρώτη φιλολογική έκδοση του Ερωτοκρίτου το 1911, έργο που αργότερα έμελλε να γίνει σταθμός στην ζωή του ίδιου του Στέλιου. 
Ο πατέρας του Λευτέρης Αλεξίου, εκτός από τυπογράφος υπήρξε αξιόλογος λογοτέχνης και καλός ερασιτέχνης μουσικός. Οι αδερφές του πατέρα του, κοντά στις οποίες μεγάλωσε ο νεαρός Στέλιος ήταν οι συγγραφείς Γαλάτεια Αλεξίου (μετέπειτα Γαλάτεια Καζαντζάκη) και η Έλλη Αλεξίου. Ο Στέλιος ανατράφηκε σε έναν κύκλο ανθρώπων που η λογοτεχνία, η τέχνη, οι ιδέες καλλιεργούνταν και άνθιζαν. Στις παρέες του πατέρα του στον Ηράκλειο (και στο μυθικό πλέον χωριό Κράσι όπου παραθέριζαν) συμμετείχαν άνθρωποι όπως ο Μάρκος Αυγέρης και ο Βάρναλης, ο Χαρίλαος Στεφανίδης αλλά πάνω από όλα κυριαρχούσε με την παρουσία (ή και αργότερα με την βαριά σκιά της απουσίας του) ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης. 
Ο Αλεξίου σπούδασε στην Αθήνα και την Γερμανία, ωστόσο δεν στράφηκε αρχικά στη λογοτεχνία και τη φιλολογία αλλά την αρχαιολογία. Από το 1962 -1977 διετέλεσε Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου και γενικός έφορος αρχαιοτήτων Κρήτης. Η επέκταση του Μουσείου Ηρακλείου, η ίδρυση των Μουσείων Χανίων και Αγίου Νικολάου, το βιβλίο Μινωικός Πολιτισμός, οι ανασκαφές και δημοσιεύσεις Κατσαμπά (στο Ηράκλειο), Λεβήνος (Λέντα), Απολλωνίας (Αγίας Πελαγίας) συνοψίζουν την προσφορά του στον τομέα της Αρχαιολογίας. Το βιβλίο του Μινωικός Πολιτισμός ήταν για δεκαετίες το πιο πολυμεταφρασμένο και πιο πολυδιαβασμένο εγχειρίδιο στο είδος του και παραμένει κλασικό. 
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και στη συνέχεια υπήρξε από τους εμπνευστές και υποστηρικτές της ανάπτυξης των Κρητολογικών σπουδών, με την καθιέρωση, μαζί με μια ομάδα νέων ανθρώπων που μοιράζονταν το ίδιο όραμα, των σημαντικότατων Κρητολογικών συνεδρίων (από το 1961) και τη συνακόλουθη έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Κρητικά Χρονικά από την ΕΚΙΜ (Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών). Ήταν αναπόφευκτα ένα από τα στελέχη που κλήθηκαν να στελεχώσουν το Πανεπιστήμιο Κρήτης από την ίδρυσή του, και το λάμπρυνε με τη διδασκαλία του από το 1977 έως το 1991 που συνταξιοδοτήθηκε.
Στο Πανεπιστήμιο επικεντρώθηκε πλέον στις φιλολογικές σπουδές. Αρχίζοντας με την μνημειώδη έκδοση του Ερωτόκριτου το 1980 προχώρησε στην κριτική έκδοση και αποκατάσταση σημαντικότατων κειμένων της Κρητικής Λογοτεχνίας, κάποιες με τηνβοήθεια της συντρόφου, συνεργάτιδας και συζύγου του, λαμπρής φιλολόγου Μάρθας Αποσκίτου. Ξεχωρίζουν οι εκδόσεις της Βοσκοπούλας, της Ερωφίλης, του Απόκοπου, του Κρητικού Πολέμου κ.α. Οι μελέτες και οι εκδόσεις του για την Κρητική Λογοτεχνία, θεωρούνται διεθνώς κλασικές και έχουν καταχωριστεί στα αποκτήματα της νεοελληνικής γραμματείας. 
Το 2007 δημοσίευσε το ογκώδες έργο του Σολωμός (653 σελίδες). Το έργο αυτό αποτελεί την κορυφαία ίσως προσφορά της φιλολογικής επιστήμης στις λεγόμενες σολωμικές σπουδές, καθώς πρόκειται για την πρώτη ιστορικά ενιαία έκδοση και απόδοση των ολοκληρωμένων έργων και των πληρέστερων αποσπασμάτων του εθνικού ποιητή που έγινε με συνεπή συνέχεια και περαίωση των καταγραφών του Ιωάννη Πολυλά και του Λίνου Πολίτη, που είχαν προηγηθεί. 
Με την έγκριτη σφραγίδα του Στυλιανού Αλεξίου υπάρχουν ακόμα μελέτες κοινωνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα για την Κρήτη του 16ου και 17ου αιώνα, καθώς και θέματα ιστορικής γλωσσολογίας με έμφαση στο κρητικό ιδίωμα 
Συγκεντρωτικές εκδόσεις μελετών του είναι τα έργα: Μινωικά και Ελληνικά, Δημώδη Βυζαντινά, Κρητικά Φιλολογικά, Ποικίλα Ελληνικά
Ο Στυλιανός Αλεξίου συνέχισε να δουλεύει, να δημοσιεύει και να ετοιμάζει βιβλία ακατάπαυστα, μέχρι την τελευταία στιγμή. Μόλις το 2010 εξέδωσε ακόμα ένα ογκώδες έργο, με τίτλο η Ελληνική Λογοτεχνία από τον Όμηρο ως τον 20ο αιώνα.
Ήταν ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Palermo, επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Padova, Αθηνών, Κύπρου. 
Ο Στυλιανός Αλεξίου υπήρξε ένας μοναδικός άνθρωπος, μια προσωπικότητα ξεχωριστή, κατασκευασμένη απο την στόφα του άρχοντα, του διανοούμενου, του πνευματικού ανθρώπου μιας άλλης εποχής. Η απροσποίητη σεμνότητα που άγγιζε τα όρια της ντροπαλότητας, η εγγενής ευγένεια, η ακάματη εργατικότητα, η ανυστερόβουλη δοτικότητα υπήρξαν τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Αυτά τον βοήθησαν να δημιουργήσει ένα σπουδαίο έργο που θα είναι σημείο αναφοράς για τις επιστήμες που υπηρέτησε για πολλές δεκαετίες. Ήταν τα ίδια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του που τον απέτρεψαν από το να διαφημίσει ή έστω να προβάλει τον εαυτό του και το έργο του. Μαζί και το γεγονός, χαρακτηριστικό και αυτό του ήθους του, ότι δεν εγκατέλειψε πότε (πέρα από το διάστημα των σπουδών του) την Κρήτη και το Ηράκλειο, επιδιώκοντας την καταξίωση στο εθνικό πνευματικό κέντρο που είναι η Αθήνα, έστω στη Θεσσαλονίκη είτε στο εξωτερικό. Δεν έδινε συχνά συνεντεύξεις, δεν έβγαινε στα ΜΜΕ, δεν έκανε δηλώσεις επί παντός επιστητού, πνευματικού ή μη, δεν έγινε (δυστυχώς από την άποψη ότι δεν έχουμε παρά ελάχιστες καταγραφές του λόγου και της εικόνας του) τηλεοπτικό προϊόν. Τις απόψεις και τις σκέψεις του τις διατύπωνε με τον τρόπο που ήξερε καλά. Με το επιστημονικό του έργο, τις δημοσιεύσεις των βιβλίων του και τις συνομιλίες με τους ανθρώπους που είχε επιλέξει να εισέρχονται ως φίλοι στο ιδιωτικό του χώρο. Έτσι, πέρα από το μνημειώδες έργο μένει επιπλέον για κάποιους ως ανάμνηση, «το πιο τίμιο-η μορφή του». 
Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μια προσωπική παρένθεση. Τον Στέλιο Αλεξίου τον γνώρισα πολύ νωρίς, παιδί ακόμα, στην ουσία νιώθω να τον ξέρω από πάντα. Αν και δεν υπήρξε υπό τη στενή έννοια δάσκαλός μου, υπήρξε από τους ανθρώπους που βρίσκονταν πάντα με κάποιο τρόπο στην ζωή μου, καθώς πέρα από την οικογενειακή γνωριμία που ξεκινούσε από πολύ παλιά, η επαφή συνεχίστηκε και σε διαπροσωπικό επίπεδο, ενώ ήταν ανυπόκριτο και ειλικρινές το ενδιαφέρον του για την πορεία μου σε διάφορες φάσεις της ζωής. Είναι από τους ανθρώπους που θεωρώ τύχη και τιμή που τους γνώρισα και των οποίων ένιωσα την γενναιόδωρα την φιλία και την εκτίμηση. Έχω εικόνες από πολλές στιγμές μπροστά μου.Μένω όμως με την ανάμνηση της τελευταίας φοράς που συναντήθηκα επι μακρόν μαζί του. Πέρυσι το καλοκαίρι ήταν. Με είχε καλέσει σε τραπέζι με τη γυναίκα του στον γνωστό εστιατόριο «Κυριάκος» για να μου χαρίσει και ένα βιβλίο του επιπλέον. Για άλλη μια φορά απέφευγε να μιλήσει για το παρελθόν, μόνο για τα μελλοντικά του σχέδια, το τι σκοπεύει να γράψει, και τι ετοιμάζει έλεγε. Εκεί πιάστηκα από κάποιες σχετικά πρόσφατες δημοσιεύσεις του για τον Καζαντζάκη και την οικογένεια Αλεξίου για να τον ρωτήσω για τον μεγάλο Κρητικό και τη σχέση μαζί του. «Η οικογένειά μου τον αδίκησε τον Καζαντζάκη» μου είπε. «Τον πολέμησε άγρια και αυτό ήταν αδικία. Για αυτό και εγώ γράφω τελευταία για τον Καζαντζάκη. Οφείλω να αποκαταστήσω αυτή την αδικία και να πω την αλήθεια, είναι θέμα τιμής» μου τόνισε με σοβαρότητα και πεποίθηση, με χαμηλή και χωρίς ένταση φωνή. Στην συνέχεια ακολούθησε καταιγισμός δικών του ερωτήσεων για την Πόλη, το σχολείο μου, την ζωή στην Τουρκία. Ρωτούσε να μάθει και έδειχνε το ενδιαφέρον ενός μικρού παιδιού. Σε μια στιγμή γύρισε προς τη γυναίκα του «Ακούς Μάρθα τι ενδιαφέροντα πράγματα μας λέει ο κύριος Γιγουρτσής. Πόσα καινούργια πράγματα μαθαίνουμε». Ένιωσα να κοκκινίζω. «Γιατί δεν έρχεστε στην Πόλη», του είπα για να φύγω από την αμηχανία. «Να κανονίσουμε μια ομιλία σας» «Σας ευχαριστώ, αλλά πού να έρθω κύριε Γιγουρτσή. Έχω πολύ δουλειά και δύσκολα μετακινούμαι πλέον, λόγω και της γυναίκας μου. Και στην Αθήνα που με κάλεσαν για μια βράβευση δεν θα πάω, θα στείλω μια ομιλία μου να διαβαστεί. Πάντως αν έρθω στην Πόλη θα το κάνω για να δω τα τείχη της. Τα θαλάσσια τείχη. Τα είχα δει το 1972 που ήρθα και δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Είναι τα τείχη τα οποία πολιόρκησαν το 1204 οι Σταυροφόροι. Αυτά παραβίασαν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη». «Τότε καλύτερα να μην τα δείτε τώρα όπως έχουν γίνει» πρόσθεσα μονάχα. Χαμογέλασε. «Δεν είμαστε καλύτεροι. Και εδώ τα τείχη ήθελαν να τα γκρεμίσουν κάποτε. Ξέρετε τι αγώνας έγινε για να τα σώσουμε;» 
Σε λίγο σηκωθήκαμε. Τον πήγα ως τη γωνία του σπιτιού του λίγο πιο πάνω και τον αποχαιρέτησα... 
Ο Στυλιανός Αλεξίου υπήρξε ένας διανοούμενος μοναχικός και μοναδικός. Περίπτωση που πολύ δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς όμοιά της στην νεοελληνική φιλολογία και διανόηση. Τελειώνω με μία φράση που ίσως ακουστεί τολμηρή. Τηρουμένων των αναλογιών ο Αλεξίου θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως ο Καβάφης των νεοελληνικών Σπουδών. Και όπως ακριβώς συνέβη και με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, ο μεγάλος Καστρινός θα αναζητήσει την θέση που του αρμόζει στο πάνθεον των σπουδαίων πνευματικών προσωπικοτήτων του Ελληνισμού, τώρα που πέρασε από τον απατηλό χώρο του ζωντανού μύθου στον αιώνιο και αδυσώπητο χώρο της Ιστορίας. Κύριε Στέλιο καλό σας ταξίδι! 
Η παρέα από το Κράσι συμπληρώνεται πλέον στον ουρανό. Καλώς να σμίξετε και να μας τους χαιρετάτε όλους. 
Κωνσταντινούπολη, 
12 Νοεμβρίου 2013 
Γιάννης Γιγουρτσής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails