Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

ΡΥΘΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ


Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος
Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Λογαρά
Στη χώρα του Νεντίμ μύριζε πεύκο (εκδ. Μεταίχμιο)
Το Οδοιπορικό συνοδεύουν 12+1 φωτογραφίες του Νίκου Οικονομόπουλου

«Νοείται ο ρυθμός με αισθητήρια τρία· με την όψιν μεν, καθώς εις τον χορόν· με την ακοήν δε, καθώς εις το μέλος· και με την αφήν, καθώς εις τους σφυγμούς των αρτηριών». Αυτή η απόπειρα ορισμού του ρυθμού από τον Χρύσανθο τον Μαδυτινό μάς οπλίζει ρυθμικά, για να συνοδοιπορήσουμε με τον συγγραφέα σε μέρη ανατολικά. Γιατί η οδοιπορία απαιτεί ρυθμό. Τόσο από τον οδοιπόρο, όσο και από τον συνοδίτη. Προκειμένου να εισέλθουν αμφότεροι στους μυστικούς και ακατάγραφους ρυθμούς μιας ζωής ολότελα διαφορετικής από τη δική τους, που δεν την είχαν υποπτευθεί, αλλά ασμένως θα την αποδεχθούν όταν αυτή τούς αποκαλυφθεί.
Αύγουστος. Έξω από τα τείχη της Καισάρειας. «Είχαμε ακουμπήσει σε μια πέτρα κι ακούγαμε έναν αμανέ. Έβγαινε ο ήχος σαν από κλαρίνο. Ένας λυγμός παραπονιάρικος· απ’ τον Σαλέα, λες, από βυζαντινές ψαλμωδίες ή ρεμπέτικα. Ένιωθα πως ήμουν στην πατρίδα μου και ανατρίχιασα». Ο οδοιπόρος ακούει έναν τούρκικο αμανέ κι αμέσως ο νους του πηγαίνει πίσω στο Βυζάντιο, αλλά και στο πρόσφατο ρεμπέτικο παρελθόν. Ένιωσε πως ήταν στην Ελλάδα. Σωστά. Γιατί οι Έλληνες έκαναν δικό τους τον αμανέ. Στίχος του είναι πάντα ο ελληνικώτατος δεκαπεντασύλλαβος. Τούρκικο αμανέ άκουγε ο οδοιπόρος, αλλά ο ελληνικός τον συνείχε: «Πονώ βαθειά μεσ’ στην καρδιά, μα δεν μπορώ να γειάνω / και λίγο-λίγο φθείρομαι και την ζωή μου χάνω».
Εκεί ακριβώς εμφανίζεται ο Μούτλο. Ο νεαρός μουσουλμάνος που επιμένει να ξεναγήσει οδοιπόρο και συνοδίτη στην υπόγεια πόλη. Η νύχτα τούς παρασύρει στους δικούς της ρυθμούς. Σε υπόγειες διαδρομές που φαντάζουν επικίνδυνες, αλλά τελικά δεν είναι. Ο Μούτλο κερνάει τσάι τους δύο ξένους και τους πουλάει την πραμάτεια του: κιλίμια ανατολίτικα. Οι ρυθμοί της νύχτας καταλαγιάζουν.
Τα χαράματα της άλλης μέρας οι ασυνήθιστοι λαρυγγισμοί του μουεζίνη καλούν τους κατοίκους της πόλης σε δημόσια προσευχή. Ο οδοιπόρος τινάζεται πάνω πανικόβλητος. Ξένον άκουσμα! «Έκτοτε», λέει ο ίδιος, «η φωνή του μουεζίνη, άλλοτε ανυπόφορη κι άλλοτε γοητευτική, ήταν στ’ αυτιά μας». Τούς συνόδευε δηλαδή ένας ήχος μακρόσυρτος, που είχε τον δικό του ρυθμό και μέλος αυτοσχέδιο. Μιας και ο αυτοσχεδιασμός στη μουσική και τη ζωή είναι ίδιον της Ανατολής, όπου ζωή και μουσική προγραμματική δε χωρούν.
Στα πετρομονάστηρα της Καππαδοκίας ο οδοιπόρος ακούει ένα τραγούδι να βγαίνει από τις τρύπες των λαξεμένων βράχων. Είναι τραγούδι ακριτικό. Το έψαλλαν οι ακρίτες μοναχοί που ζούσαν ζωή τρωγλοδυτική, ώστε να τους επισκεφθεί η χάρις η θεϊκή. Ο οδοιπόρος συλλογιέται: «τα δύο χιλιάδες μοναστήρια μαρτυρούν έναν πολιτισμό που πέρασε απ’ αυτή την ξεραϊλα και άνθισε». Οι τοιχογραφίες στα πετρομονάστηρα έχουν ένα ρυθμό αφηγηματικό· «κυκλικό», όπως τα τραγούδια του Διγενή Ακρίτα. Όπως λέει ο Σεφέρης, στο δικό του οδοιπορικό στα μοναστήρια της Καππαδοκίας: «Είναι μια τέχνη που αναπτύσσεται στις άκρες· επομένως δεν είναι κλειστή· δέχεται πρόθυμα και ξέρει να επεξεργαστεί τις ιδέες που τής έρχονται από τις τέσσερεις γωνιές του κόσμου. Άλλωστε, δεν το ξεχνούμε, η Ελλάδα ολόκληρη είναι, από πολλές απόψεις, μία άκρη».
Ο οδοιπόρος μέμφεται τον εαυτό του γιατί κάποτε είχε εξορίσει από τη μνήμη του την μεγάλη βυζαντινή παράδοση που τώρα ορθώνεται μπροστά του ολοζώντανη σ’ αυτά τα κομμένα με μαχαίρι κάθετα, αφιλόξενα βράχια, που αναδείχθηκαν τόποι ασκήσεως κι ελπίδας. Συνειδητοποιεί αυτό που πάλι λέει ο Σεφέρης: «Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός δεν είναι ένα ιερατικό σχήμα απολιθωμένο, αλλά μια αδιάκοπη κίνηση ιδεών και διαφορετικών ορμεμφύτων, μια ζύμωση, ένα διυλιστήριο».
Κι από το κέντρο του ορθόδοξου ησυχασμού ο οδοιπόρος φτάνει στο κέντρο του σουφισμού, δηλαδή του ισλαμικού μυστικισμού. Ικόνιο. Ολόκληρη η πόλη μοιάζει σαν να περιδινίζεται σ’ ένα χορό σαμά, τον κυκλικό χορό των Μεβλεβήδων. Στην μονή των Μεβλεβήδων «συνυπάρχει η λιτότητα με το μετρημένο πάθος». Ο έρωτας κι ο θάνατος παντοτινοί συντρόφοι. Εκεί κοιμάται ο ιδρυτής του τάγματος Τζελαλεντίν Ρουμί και δίπλα του είναι θαμμένος ο Πέρσης φίλος του, ο Ήλιος του Ταμπρίζ.

Οι στίχοι του Ρουμί σκίζουν τον αέρα:

«Νοστάλγησα μιαν έρημο
να περπατήσω σε μιαν άδεια απεραντοσύνη
ειρήνη χωρίς καμιάν εξήγηση.
Η αγάπη μού άναψε φωτιά
κι άφησα ό,τι δεν είναι αγάπη
διανόηση φιλοσοφία βιβλία και σχολές.
Ποίηση θέλω τώρα μόνον.
Ο μύστης χορεύει σε μουσική
που δεν ακούν οι άλλοι».

Ο γλυκύς ήχος του νάι απλώνεται παντού. Ο ρυθμός του εσωτερικός. Οι μουσικές του μισές βυζαντινές, μισές παραπονιάρικες. «Άσμα μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν», όπως θα ’λεγε κι ο
κυρ-Αλέξανδρος. Ο οδοιπόρος συναντάει τον Νεντίμ. Ένα νέο είκοσι χρονών, ο οποίος τον παρασύρει στην οδό ονείρων. Κι ενώ ο Νεντίμ ακολουθούσε τους ρυθμούς του αργόσυρτου ήχου με το κεφάλι του, ξαφνικά ακούστηκε η κραυγή του νάι οξύτατη. Οι ρυθμοί της μουσικής έγιναν βαρείς, ζεϊμπέκικοι. Κι ο Νεντίμ συνεπαρμένος άρχισε να δονείται ολόκληρος. Ο οδοιπόρος βλέπει εκστατικός το κορμί τού νέου να συσπάται, ενωμένο με κάτι έξω απ’ αυτόν κι όμως απόλυτα δικό του. «Δεν ήταν ζεϊμπέκικος χορός αυτός, ήταν μια παθιασμένη προσευχή ανθρώπου που μίλαγε με το Θεό του».
Μια ανάλογη σκηνή εκτυλίσσεται παράλληλα σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει για την Πόλη. Ο οδοιπόρος Γιάννης Τσαρούχης περιγράφει: «Ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα. Μόλις άρχισε να κινείται, πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό σε ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί με πολλή σεμνότητα ένα Θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Αληθινή θυσία αινέσεως. Έρωτας και αντρειοσύνη και μαζί κάτι σαν αίσθηση του θανάτου».
Τότε ο οδοιπόρος ξύπνησε. Μάζεψε τα όνειρά του κι έφυγε απ’ το Ικόνιο.
Στον επόμενο σταθμό, στην Αττάλεια, ο οδοιπόρος αρνείται να μπει στους τουριστικούς ρυθμούς της πόλης. Στέκεται μόνο στο ιστορικό της κέντρο, γύρω απ’ το λιμάνι, που παραμένει αναλλοίωτο. Το συγκινητικό μέλος αυτού του χώρου συνθέτουν «τα βλέμματα των ανθρώπων που διασπαθίζονται ερωτικά στον υγρό αέρα».
Στην ξακουστή Ιεράπολη ο οδοιπόρος συνειδητοποιεί τις διαδοχικές επιστρώσεις της Ιστορίας στο ναό του Απόλλωνα, που είναι και ο χώρος μαρτυρίου του Αγίου Φιλίππου! Οι πέτρες διηγούνται ακατάπαυστα, αιώνες τώρα, όσα η λήθη ή η άγνοια η δική μας θέλει να θάψει. Γιατί οι πατρίδες είναι σαν τους ανθρώπους: πεθαίνουν από τη στιγμή που αρχίζουμε να τις ξεχνάμε.
Στην πόλη τη χτισμένη προς τιμή της Αφροδίτης το τοπίο μυρίζει Ελλάδα. Ο οδοιπόρος περιπλανιέται στην έρημη πόλη, που την φαντάζεται σαν ένα ιερό πορνείο. Οι χριστιανοί τη βάφτισαν Σταυρούπολη, σκέφτεται, μπας και ξορκίσουν το κακό, αλλά αυτή τίποτα. Έμεινε στην Ιστορία ως Αφροδισία. Εδώ και στην Έφεσο, όπου πηγαίνει τώρα ο οδοιπόρος, συλλογάται πως είναι Χριστιανός αλλά και Έλληνας. Εθνικός. Δεν τού αρέσει καθόλου πως ο Παύλος ζήτησε από τους Εφεσίους να αποκηρύξουν την Άρτεμη. Λες και θα μπορούσε να τους πει κάτι πιο ανώδυνο... Πού να ήξερε ο οδοιπόρος ότι σ’ αυτήν την ερειπωμένη αλλά ζωντανή πόλη, θα επέστρεφε πριν λίγο καιρό ο Ρωμηός Πατριάρχης για να συνομιλήσει μυστικά με τους πρώτους εκείνους χριστιανούς στους οποίους απευθύνθηκε ο Παύλος. Έτσι, η Ιστορία. Σκληρή! Και να πραγματώνει τα αδύνατα...


Στη Σμύρνη, την πόλη των κραυγαλέων αντιθέσεων, κυριαρχούν ρυθμοί έντονοι και μέλη εξωστρεφή. Μέχρι την καταστροφή εκεί στα στενά της Σμύρνης έσμιγαν παλιές αιγαιοπελαγίτικες μπαλάντες με ιταλικές καντσονέτες, γαλλικές μελωδίες του συρμού, ρουμάνικες χόρες με σέρβικους σκοπούς και τούρκικα σαρκιά. Λέγεται πως ο ρουμανικής καταγωγής βιολιστής Γιοβανίκας ή Βλάχος είναι ο συνθέτης του περίφημου «Μινόρε της αυγής». Ο οδοιπόρος βλέπει νοερά όλο αυτό το βουητό ρυθμών και μελών να κοπάζει τον Αύγουστο εκείνο του ’22, όταν οι Ρωμηοί κρέμονταν απ’ τα σκοινιά των καραβιών ή έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν.

Τότε συναντάει την Σέλμα και τον Νεντίμ. Ένα ζευγάρι Τούρκων με τους οποίους συζητάει τελικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Ήπιαν «στη φιλία τους». Μια φιλία που δεν έχει σχέση με διακηρύξεις ή εξορκισμούς γύρω από την ελληνοτουρκική φιλία. Αλλά έχει σχέση με πρόσωπα με τα οποία δέθηκε ο οδοιπόρος και τα κουβαλάει μέσα του.

Το βιβλίο του Κώστα Λογαρά μάς καλεί σε μια οδοιπορία μνήμης και αίσθησης ακριβής. Δεν διδάσκει, δεν καθοδηγεί, δεν παρηγορεί, δεν νοσταλγεί. Απλά υπάρχει για να μάς δίνει τον ρυθμό ενός μέλους αρχαίου που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Κι ακόμα, ενός χορού, σαν τον ζεϊμπέκικο του Νεντίμ, νοσηρού μα κι ευγενικού. Ο τόπος που μάς ταξιδεύει ο συγγραφέας δεν είναι απλά ένας τόπος μνήμης και ιστορίας για τους Έλληνες. Δεν είναι φυσικά ούτε το ένδοξο παρελθόν. Είναι ο τόπος που πνέουν ακόμα οι άνεμοι της οικουμένης. Κι ακούγεται ρυθμικά το αείποτε μέλος της Ρωμηοσύνης.

2 σχόλια:

P. Kapodistrias είπε...

Πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό. Νάναι καλά ο Λογαράς που εργάστηκε αυτό το οδοιπορικό στη Μνήμη κι εσύ που μάς το πρότεινες με τον δικό σου μοναδικό τρόπο.

Πολυκαλημέρες!

Ανώνυμος είπε...

Παναγιώτη, απέτυχες!!! Αυτή η παρουσίαση, μού φαίνεται ότι έχει την ουσία του βιβλίου κι ακόμη περισσότερα... ώστε να σε κάνει να μην το έχεις πλέον ανάγκη. Να το πρεσέξεις αυτό...

Related Posts with Thumbnails